- χριστιανοσοσιαλισμός
- ο, Νο χριστιανικός σοσιαλισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < χριστιανός + σοσιαλισμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χριστιανοσοσιαλισμός — ο σοσιαλιστική θεωρία που πιστεύει πως η λύση στο κοινωνικό πρόβλημα μπορεί να γίνει μόνο με την εφαρμογή των διδαγμάτων της χριστιανικής θρησκείας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χριστιανικός — ή, ό / χριστιανικός, ή, όν, ΝΜΑ [χριστιανός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στους χριστιανούς ή στον χριστιανισμό (α. «χριστιανική θρησκεία» ο χριστιανισμός β. «χριστιανική ηθική» γ. «χριστιανική ἀγάπη», Θεοδώρ.) νεοελλ. φρ. α)… … Dictionary of Greek
χριστιανοσοσιαλιστής — ο, θηλ. χριστιανοσοσιαλίστρια, Ν [χριστιανοσοσιαλισμός] οπαδός τού χριστιανοσοσιαλισμού … Dictionary of Greek